- λούκι
- το(λ. τουρκ.), ο υδροσωλήνας της στέγης: Πλημμυρίσαμε γιατί βουλώσανε τα λούκια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λούκι — το 1. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι 2. αυλάκι σε ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια 3. φρ. α) «μπήκα στο λούκι» αναγκάστηκα να προσαρμοστώ ή να συμβιβαστώ αλλάζοντας σε έναν βαθμό τον τρόπο ζωής μου β) «έπεσα σε λούκι» βρέθηκα σε δυσάρεση κατάσταση.… … Dictionary of Greek
Katsimiha Brothers — Infobox Musical artist Name = Haris and Panos Katsimihas Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας Img capt = Img size = Landscape = Background = band Birth name = Alias = Born = Died = Origin = Athens, Attiki, Greece Instrument = Voice type = Genre = Rock… … Wikipedia
αποδόχος — ο 1. ο αποδέκτης 2. το λούκι της στέγης που μαζεύει το βρόχινο νερό … Dictionary of Greek
εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… … Dictionary of Greek
κάναλα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 13 κάτ.) της Κύθνου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, στον όρμο Κανάλι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύθνου του νομού Κυκλάδων. * * * η το ανεστραμμένο κεραμίδι που πάνω του στηρίζονται τα δύο κυρτά… … Dictionary of Greek
κουτσουνάρα — η [κουτσουνάρι] υδροσωλήνας κτηρίου, υδρορρόη, λούκι … Dictionary of Greek
κόμικς — (comics). Σειρές ασπρόμαυρων ή έγχρωμων σκίτσων, που διηγούνται ιστορίες ποικίλου περιεχομένου και είτε δημοσιεύονται σε εφημερίδες και σε περιοδικά –σε συνέχειες ή ως αυτοτελείς ιστορίες– είτε αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις. Τα σκίτσα είναι… … Dictionary of Greek
ορσύδρα — η (Α ὀρσύδρα) νεοελλ. σωλήνας προσαρμοσμένος στο εξωτερικό οικοδομής για την αποχέτευση τών νερών τής βροχής, υδρορρόη, λούκι αρχ. σωλήνας, με τον οποίο ανεβαίνει το νερό σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ(ο) , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + υδρ … Dictionary of Greek
πηλοσωλήνας — ο, Ν σωλήνας κατασκευασμένος από ψημένο πηλό που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά διαφόρων υγρών, κυρίως όμως τών λυμάτων σε αποχετεύσεις και υπονόμους, λούκι, κιούγκι … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek